ΓΡΑΜΜΑΤΑ...
(1550–1660 περ.)
Ο Γεώργιος Χορτάτσης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα. Ήταν Κρητικός θεατρικός συγγραφέας της περιόδου της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας. Έγραψε τα έργα Ερωφίλη, Κατσούρμπος και Πανώρια. Καταγόταν από αρχοντική γενιά του Βυζαντίου και οι πρόγονοί του έφτασαν στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία.
Η οικογένειά του ανήκε στην τάξη των ευγενών ή των μεγαλοαστών. Οι Χορτάτσηδες αναφέρονται από έναν Ιταλό περιηγητή του 15ου αιώνα ως η πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Κρήτη την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Επίσης, στα 1644, σε απογραφή που έγινε στο νησί, οι Χορτάτσηδες φαίνεται να ανήκουν στους Κρητικούς ευγενείς. Από το έργο του Χορτάτση αλλά και από μαρτυρίες της εποχής φαίνεται ότι είχε ευρεία μόρφωση και το πιθανότερο είναι να είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είναι βέβαιο πως παρακολουθούσε το σύγχρονο ιταλικό θέατρο και γνώριζε τους κλασικούς Λατίνους συγγραφείς.
Ο Χορτάτσης έζησε αρκετό καιρό στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Στο έργο του ο Κατσούρμπος συναντάμε περιγραφές εκκλησιών, λαϊκών συνοικιών και άλλων παρόμοιων στοιχείων που αποδεικνύουν την παραμονή του εκεί.
Από το έργο του φαίνεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική παιδεία από ό,τι στην αρχαία ελληνική. Τα έργα του φανερώνουν ότι είχε πολύ καλή γνώση της ποιητικής τέχνης και ότι είχε μελετήσει τα έργα μεγάλων ποιητών της εποχής, όπως του G.B. Giraldi, του L. Groto, του Τ. Tasso, του G.B. Guarini. Το έργο του περιλαμβάνει όλα τα είδη του αναγεννησιακού θεάτρου: κωμωδία Κατσούρμπος, τραγωδία Ερωφίλη, ποιμενικό δράμα Πανώρια, τα οποία συνέγραψε στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα. Ο Χορτάτσης χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός ποιητής. Στο έργο του αποτυπώνονται οι κλασικές του γνώσεις και η ρητορική του ικανότητα. Τα ρητορικά σχήματα ποικίλλουν και ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος αποδίδεται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, κρατώντας αποστάσεις από τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Το ποιητικό ύφος του Χορτάτση διακρίνεται για την πολύ φροντισμένη στιχουργική και την περίπλοκη γλωσσική μορφή, με μεγάλου μήκους προτάσεις, συχνούς διασκελισμούς και υπερβατά σχήματα. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ιδιωματική. Το κρητικό ιδίωμα, καθαρό και απαλλαγμένο από ξένες γλωσσικές επιδράσεις, σε συνδυασμό με το έντεχνο και επιμελημένο ύφος, καθηλώνει τον αναγνώστη ή ακροατή. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ερωφίλη βρίσκεται παρούσα στα έργα των ποιητών και η διακειμενική παρουσία της αποδεικνύει την απήχηση που είχε. Το δράμα γνώρισε πολλές εκδόσεις και δόθηκαν πολλές παραστάσεις στην Κρήτη.
(1553 – 1613)
Ο ποιητής του «Ερωτόκριτου» κύριος εκφραστής της Κρητικής Αναγέννησης και ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών. Γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1553, στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας και ήταν ο μικρότερος γιος του Ιακώβου Κορνάρου.
Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποιήματος Ερωτόκριτος και πιθανά του θρησκευτικού δράματος « Η Θυσία του Αβραάμ». Έμεινε στην περιοχή της Σητείας, κυρίως στα χωριά Τραπεζόντα και Πισκοκέφαλο, ως το 1587-1590, δηλαδή ως τα τριανταπέντε του χρόνια περίπου ζώντας τη ζωή του φεουδάρχη γαιοκτήμονα, μέσα σε ένα πολυπρόσωπο κόσμο υπηρετών και δουλοπαροίκων, που ήταν όλοι τους Ελληνορθόδοξοι. Λίγο πριν το 1590 εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα κοντά στον αδελφό του Ανδρέα που ήταν ο ιδρυτής της Ακαδημίας των Stravaganti, ενός συλλόγου λογίων με αξιόλογη φιλολογική και λογοτεχνική δραστηριότητα στα χρόνια της ακμής της Κρητικής Λογοτεχνίας. Εκεί παντρεύεται τη Μαριέττα Zeno, συμμετέχει ενεργά στη δημόσια ζωή του Χάνδακα, ενώ κατά τη διάρκεια της φοβερής πανούκλας των ετών 1591-1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη στη πόλη και το διαμέρισμα του Χάνδακα. Ο Βιτσέντζος μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Χάνδακα επισκέπτεται τακτικά και ως το θάνατό του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σητεία. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το τέλος του 1598 ως το τέλος του 1600, βρίσκεται κυρίως στην περιοχή της Σητείας, όπου εξακολουθούσε να διατηρεί σημαντική περιουσία.Πέθανε στο Χάνδακα μετά τις 12 Αυγούστου 1613 και πριν από τις 24 Απριλίου 1614 και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
(1861 - 1940)
Η Καλλιρρόη Παρρέν γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης. Το πατρικό της όνομα ήταν Σιγανού, ενώ έγινε γνωστή στο χώρο των γραμμάτων με το όνομα του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, Κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφου γαλλικής καταγωγής (τον οποίο παντρεύτηκε το 1880).
Σε ηλικία έξι χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα και μαθήτευσε στη σχολή Σουρμελή του Πειραιά, τη γαλλική σχολή Καλογραιών και τέλος στο Αρσάκειο, από όπου πήρε πτυχίο δασκάλας το 1878 και ανέλαβε τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό. Η Παρρέν συνέδεσε το όνομά της με το ελληνικό γυναικείο κίνημα, πήρε μέρος σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891, 1896, 1914) και το Σικάγο (1893) και πραγματοποίησε σημαντικές ενέργειες υπέρ της γυναικείας προστασίας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα (ίδρυση της Σχολής της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίδων το 1890, του Ασύλου της Αγίας Αικατερίνης το 1893, της Ενώσεως υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών και του Ασύλου των Ανιάτων το 1896 και του Λυκείου των Ελληνίδων το 1911). Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, ο οποίος την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει να ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου και εκδότριας όταν το 1888 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εφημερίς των Κυριών», που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες και απευθυνόταν σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για τριάντα σχεδόν χρόνια μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισάγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσαν τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής. Ως αρθρογράφος συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία και Εμπρός κ.ά. Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δραστηριότητα με διαβήματα υπέρ της καλυτέρευσης της κοινωνικής θέσης της ελληνίδας στις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη και Τρικούπη. Για την προσφορά της τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1936) και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Στο πλαίσιο της φεμινιστικής της δραστηριότητας κινήθηκε και το λογοτεχνικό της έργο. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση ως συγγραφέας πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος η Χειραφετημένη το 1900. Ακολούθησαν μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορικά και ταξιδιωτικά έργα. Βασικό χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού έργου της Καλλιρρόης Παρρέν στο σύνολό του είναι η σκόπιμη στράτευσή του στον αγώνα υπέρ του γυναικείου ζητήματος, το οποίο αποτέλεσε στόχο ζωής για τη συγγραφέα και το οποίο τελικά εξυπηρέτησε τόσο με την πεζογραφική, όσο και με τη δραματική παραγωγή της. Επίσης, το πάθος της για την αναγέννηση και διατήρηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων, την οδήγησε το 1911 να δημιουργήσει το «Λύκειον των Ελληνίδων», το οποίο ξεκίνησε κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, την καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι από δικά της διαβήματα η κυβέρνηση Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, η Παρρέν ήταν η πρώτη που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη δεκαετία του 1890, που όμως καμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, μέχρι το 1949, όπου μετά από πολλούς αγώνες οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» στις δημοτικές εκλογές, το οποίο είχαν μόνον οι εγγράμματες άνω των 30 ετών, απόφαση η οποία επεκτάθηκε το 1952 και για τις βουλευτικές εκλογές. Η Καλλιρρόη Παρρέν πέθανε στις 6 Ιουνίου 1992.
(1883-1957)
Ο Νίκος Καζαντζάκης αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός.
Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό ποιητές. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και ήταν πρωτότοκος γιος του εμποροκτηματία Μιχάλη Καζαντζάκη. Είχε δυο αδερφές. Τα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ως το 1902, οπότε τέλειωσε το Γυμνάσιο, τα πέρασε στο Ηράκλειο με ενδιάμεσα σύντομα διαστήματα παραμονής στον Πειραιά (το 1889 - έναρξη της Κρητικής Επανάστασης- για έξι μήνες) και τη Νάξο (1897-1899). Το 1902 γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1906 με άριστα. Το 1906 σημειώθηκαν και οι πρώτες δημοσιεύσεις κειμένων του στο περιοδικό "Πινακοθήκη" με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβανή, με το οποίο εξέδωσε και το πρώτο βιβλίο του "Όφις και κρίνο", αφιερωμένο στη Γαλάτεια Αλεξίου. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Μασονική Στοά Αθηνών και έφυγε για σπουδές νομικής στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε και μαθήματα φιλοσοφίας με τον Ανρί Μπεργκσόν. Από το 1907 ως το 1909 έγραψε τα πρώτα θεατρικά του έργα.Το 1909 εξέδωσε στο Ηράκλειο την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας". Το 1910 εγκαταστάθηκε με τη Γαλάτεια στην Αθήνα την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο στο Ηράκλειο και πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Ως το 1915 ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων των Μπεργκσόν, Πλάτωνα, Νίτσε, Μπύχνερ, Ντάρβιν και άλλων. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάσσεται εθελοντής, αλλά τελικά διορίζεται στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιο Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους». Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Τα τρία επόμενα χρόνια ταξίδεψε ανά την Ευρώπη και την Ελλάδα. Το 1924, επιστρέφοντας στην Ελλάδα ταξίδεψε στην Ιταλία και γνωρίστηκε στην Αθήνα με την Ελένη Σαμίου. Τέλη 1924 ξεκινά να γράφει το έπος της ζωής του, την Οδύσσεια. 33.333 17σύλλαβοι στίχοι χωρισμένοι σε 24 ραψωδίες και περίπου 7.500 αθησαύριστες λέξεις, οι οποίες δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό της Ελληνικής. Αρχές του 1925 γράφει τις ραψωδίες Α έως και Ζ. Και το 1927 ολοκληρώνει την α΄ γραφή (ραψωδίες Η έως και Ω). Ακολουθούν άλλες έξι γραφές: η β΄ γραφή το 1929-1930, η γ΄ το 1931, η δ΄ το 1933, η ε΄ το 1935, η στ΄ το 1937 και η τελική ζ΄ το 1938. Η εκτύπωση της δεύτερης έκδοσης αρχίζει τον Οκτώβριο του 1955, με φιλολογική και τυπογραφική επιμέλεια του Εμμανουήλ Χ. Κάσδαγλη, και ολοκληρώνεται τον Νοέμβρη του 1957, μετά τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη. Οδύσσεια, με δύο σίγμα, αυτή τη φορά ο τίτλος και δίχως την αφιέρωση της πρώτης έκδοσης. Από τον Οκτώβριο του 1925 ως το Φεβρουάριο του 1926 έμεινε στη Ρωσία ως απεσταλμένος της εφημερίδας "Ελεύθερος Λόγος". Ακολούθησαν δυο ακόμη ταξίδια του στη Ρωσία, ένα στα τέλη του 1927 μετά από πρόσκληση της Σοβιετικής Κυβέρνησης και ένα από τον Απρίλη του 1928 ως τον Απρίλη του 1929, ενώ με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα επισκέφτηκε επίσης την Ιταλία και την Ισπανία (1926, 1932-1933, 1936-1937, 1950), την Αίγυπτο και το Σινά (1927). Το 1926 πήρε διαζύγιο από τη Γαλάτεια και ταξίδεψε με την Ελένη στην Παλαιστίνη και την Κύπρο. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε στο περιοδικό "Αναγέννηση" το πρώτο δείγμα από την "Οδύσσεια", που ολοκλήρωσε σε πρώτη γραφή το 1927 στην Αίγινα και εξέδωσε μόλις το Δεκέμβρη του 1938. Το 1928 διώχτηκε δικαστικά με αφορμή τη διοργάνωση συγκέντρωσης για τη Σοβιετική Ένωση μαζί με τον ελληνορουμάνο συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι στο αθηναϊκό θέατρο Αλάμπρα. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού. Το 1946 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, αρχικά στο Παρίσι (λογοτεχνικός σύμβουλος στην έδρα της Ουνέσκο) και στη συνέχεια στην Αντίμπ, από όπου ταξίδεψε στην Ευρώπη. Τον ίδιο χρόνο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας από κοινού με τον Άγγελο Σικελιανό. Στο διάστημα 1928-1944 εξέδωσε μεταξύ άλλων έργων τα "Τόντα Ράμπα", "Ιστορία της Ρωσικής Λογοτεχνίας", "Τερτσίνες", μια μετάφραση της "Θείας Κωμωδίας" του Δάντη και μια του "Φάουστ Α΄" του Γκαίτε, το "Βραχόκηπο", την τραγωδία "Μέλισσα", καθώς και αναμνήσεις από τα ταξίδια του. Στη Γαλλία έγραψε τις "Αδερφοφάδες" και τον "Καπετάν Μιχάλη" και το 1953 ολοκλήρωσε το μυθιστόρημα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", το οποίο κίνησε τις αντιδράσεις της ελληνικής Εκκλησίας και του Βατικανού. Την ίδια χρονιά νοσηλεύτηκε στο Παρίσι λόγω ανωμαλίας της λέμφου. Το 1954 το μυθιστόρημα "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" τιμήθηκε με το βραβείο του καλύτερου ξενόγλωσσου βιβλίου στη Γαλλία. Το καλοκαίρι ταξίδεψε στην Κίνα και κατά την επιστροφή μέσω Ιαπωνίας εμβολιάστηκε με αποτέλεσμα να προσβληθεί από γάγγραινα. Νοσηλεύτηκε αρχικά στην Κοπεγχάγη και στη συνέχεια στο Φράιμπουργκ, όπου προσβλήθηκε από Ασιατική γρίπη και πέθανε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο και ενταφιάστηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο.
(1894 – 1988)
Η Έλλη Αλεξίου, του Στυλιανού, ήταν λογοτέχνης, πεζογράφος και παιδαγωγός. Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1894 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το μικρότερο παιδί του δημοσιογράφου και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου.
Αδέλφια της η Γαλάτεια (αργότερα πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη), ο Ραδάμανθυς (αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Ζορμπά) και ο Λευτέρης ,ένας ακόμη λογοτέχνης στην οικογένεια. Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά το γάμο της με το Βασίλη Δασκαλάκη. Ακολούθησε σπουδές Παιδαγωγικών και Φιλολογίας όπου και διορίστηκε καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευσης διδάσκοντας 19 χρόνια. Η Έλλη Αλεξίου πραγματοποίησε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας το 1923 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Φραντζέσκος" στο περιοδικό Φιλική Εταιρεία. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1945 μετέβη για σπουδές στη Σορβόννη, από όπου έλαβε δίπλωμα φωνητικής και γαλλικής, ενώ παράλληλα δίδασκε σε σχολεία της ελληνικής παροικίας αλλά της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Από το 1949 μέχρι το 1962 διορίστηκε εκπαιδευτικός σύμβουλος για τα Ελληνικά Σχολεία των Σοσιαλιστικών Χωρών. Μετά από αναγκαστική προσφυγιά, λόγω των επανειλημμένων διώξεων που υπέστη από την ανάμιξή της σε προοδευτικά κινήματα, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1962. Αργότερα όμως συνελήφθη και το 1965 βρέθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Στη συνέχεια ελευθερώθηκε και μετέβη στη Ρουμανία ως το 1966 οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Με την επιστροφή της συνελήφθη με βάση βούλευμα εναντίον της που είχε εκδοθεί το 1952, δικάστηκε και απαλλάχθηκε. Έκτοτε και μέχρι το θάνατό της, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1988, αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Τα έργα της διακρίνονται για τον ποιητικό ρεαλισμό του ύφους καθώς και για τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό τους. Η Έλλη Αλεξίου είχε λάβει μέρος στο Α' και Β' Συνέδριο της Ειρήνης, στο Παρίσι (1947) και στη Βαρσοβία (1950) αντίστοιχα, καθώς και στα Συνέδρια των Διανοουμένων, στην Πολωνία (1948), για το Παιδί στη Βιέννη (1952), για τη Γυναίκα στην Κοπεγχάγη κλπ. Υπήρξε μέλος του Συλλόγου Γυναικών Επιστημόνων, της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Πανελλήνιας Κίνησης για την Ύφεση και την Ειρήνη κ.ά. Μιλούσε επίσης γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών.
(1909 - 1986)
Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1909 στο Ρέθυμνο. Κρητικός λογοτέχνης και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της λογοτεχνίας, συγγράφοντας πεζά, ποιητικά και θεατρικά έργα. Μετέφρασε πλήθος κειμένων από τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Διακρίθηκε επίσης στην δοκιμιογραφία και στη συγγραφή επιστημονικών συγγραμμάτων στην ιστορία της τέχνης, ειδικά στην τέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Είναι περισσότερο γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πεζογραφίας της Γενιάς του ΄30. Υπήρξε πολύ στενός φίλος του Νίκου Καζαντζάκη. Ο Παντελής Πρεβελάκης έζησε στο Ρέθυμνο μέχρι 17 ετών. Το 1926 μετακόμισε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1928 μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και το 1930 αναχώρησε για σπουδές στο Παρίσι. Εκεί φοίτησε στη Σχολή Γραμμάτων της Σορβόννης και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1932 ασχολήθηκε με τη διδακτορική διατριβή του, που υποβλήθηκε το 1935 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα διεκδίκησε την έδρα της Ιστορίας της Τέχνης στο ίδιο Πανεπιστήμιο και την ίδια χρονιά εξελέγη στην έδρα Ιστορίας της νεότερης Τέχνης, ο διορισμός του όμως δεν εγκρίθηκε για πολιτικούς λόγους. Το 1937 διορίστηκε στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας, το 1938 άρχισε να διδάσκει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το 1939 εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Στον πόλεμο του 1940 υπέβαλε δύο φορές το αίτημα να καταταγεί ως εθελοντής, αλλά απορρίφθηκε. Εξέφρασε όμως με τον δικό του τρόπο την αντίστασή του αγωνιζόμενος για τη διάσωση των εκθεμάτων των Μουσείων και διέκοψε τη δημοσιοποίηση έργων του. Μετά τον πόλεμο συνέχισε την ακαδημαϊκή διδασκαλία και την πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της επταετίας αρνήθηκε διάφορες θέσεις και διακρίσεις που του απένειμε η δικτατορική κυβέρνηση και διέθετε τα νέα έργα του εκτός εμπορίου. Το 1977 βραβεύθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών και την ίδια χρονιά έγινε ακαδημαϊκός. Ο Παντελής Πρεβελάκης πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως ποιητής, το 1928, με το επύλλιο Στρατιώτες, που αναφέρεται στους κρητικούς στρατιώτες που πολέμησαν στην Μικρασιατική εκστρατεία. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και το δεύτερο έργο του, θεατρικό αυτή τη φορά, το μονόπρακτο Ο μίμος. Το 1930 - 1934 εξέδωσε τις μελέτες Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και Δοκίμιο γενικής εισαγωγής στην ιστορία της τέχνης .Το 1937 πραγματοποίησε συγγραφική στροφή προς την πεζογραφία, με Το χρονικό μιας Πολιτείας. Έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με τον πεζό λόγο και έγραψε συνολικά 11 μυθιστορήματα, δεν εγκατέλειψε όμως ούτε την ποίηση ούτε το θέατρο: δημοσίευσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές και την ποιητική σύνθεση Νέος Ερωτόκριτος και 9 θεατρικά έργα.Το πρώτο πεζογραφικό έργο του Πρεβελάκη ήταν η μυθιστορία Το χρονικό μιας Πολιτείας, ένα οδοιπορικό στο Ρέθυμνο των ετών 1898-1924. Το επόμενο μυθιστόρημά του, Ο θάνατος του Μέδικου (1939), είναι το μόνο έργο του που δεν διαδραματίζεται στην Κρήτη, αλλά στη Φλωρεντία την εποχή της Αναγέννησης και πραγματεύεται το θέμα του θανάτου ως προσωπικής επιλογής και πράξης εκδήλωσης της ατομικής ελευθερίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επεξεργάστηκε τα επόμενα έργα, το Παντέρμη Κρήτη και την τριλογία Ο Κρητικός. Η Παντέρμη Κρήτη (δημοσίευση το 1945) είναι, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος, χρονικό της κρητικής εξέγερσης του 1866. Η τριλογία Ο Κρητικός (1948-1950) μπορεί να θεωρηθεί ως οργανική συνέχεια της Παντέρμης Κρήτης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας, Το δέντρο, παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα, τον Κωνσταντή, από τη γέννησή του ως την ενηλικίωσή του, το δεύτερο μέρος, Η πρώτη λευτεριά, αναφέρεται στα γεγονότα των χρόνων 1895-1898, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος αυτονομίας της νήσου και το τρίτο μέρος, Η πολιτεία, παρουσιάζει τις προσπάθειες των Κρητών να οργανώσουν τη διακυβέρνηση και να διευρύνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με το Κίνημα του Θερίσου. Η επόμενη τριλογία του, Δρόμοι της δημιουργίας, είναι απεικόνιση της πνευματικής πορείας του ίδιου του συγγραφέα. Η τελευταία ημιτελής τριλογία Ερημίτες και αποσυνάγωγοι δεν παρουσιάζει την οργανική συνοχή των δύο προηγούμενων. Το πρώτο μέρος, Ο Άγγελος στο πηγάδι, ασχολείται με μεταφυσικά ζητήματα. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Αντίστροφη μέτρηση, δημοσιεύτηκε και κυκλοφόρησε ιδιωτικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 1974. Ο Παντελής Πρεβελάκης πέθανε στην Αθήνα το 1986.
(1911 – 1996)
Ο Οδυσσέας Ελύτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη) γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή. Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου και μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία. Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944). Το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του, αφού τον Ιανουάριο, ο Ελύτης κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα ενώ το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από την ποίηση του Σεφέρη, κυκλοφόρησε και η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Ο Ελύτης βεβαίως δεν υποτάχθηκε ποτέ πραγματικά στον υπερρεαλισμό, αλλά άντλησε με προσοχή τα απαραίτητα στοιχεία και τα προσάρμοσε στο έργο του. Τα πρώτα έργα του (1929-1943),ανάμεσά τους οι ποιητικές συλλογές «Προσανατολισμοί» (1940) και «Ήλιος ο πρώτος» (1943),διακρίνονται από έντονο νησιωτικό χρώμα, μια σχεδόν παγανιστική λατρεία της φύσης, ενώ παράλληλα ξεχειλίζουν από στοιχεία της μυθολογίας και της αρχαίας ελληνικής παράδοσης. Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού στο οποίο ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ. Το 1936, στην «Α' Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα. Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή « Ο Ήλιος ο Πρώτος» σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Χουάν Μιρό και άλλους. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1953 αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ, διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία, και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 ενώ λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη ενώ η συνεργασία του Ελύτη με το συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex. Το 1965 του απονεμήθηκε από τον Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ, ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ στις 10 Δεκεμβρίου 1979 τού απενεμήθη το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο ενώ τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ή ο Νίκος Εγγονόπουλος. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση.
Ο Οδυσσέας Ελύτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 85 ετών.
(1919 - 1983)
Ο Άρης Δικταίος ,πραγματικό όνομα Κώστας Κωνσταντουλάκης, ήταν Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Βραβεύτηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 (από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο) και το Παράσημο Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλλου και Μεθόδιου, από την κυβέρνηση της Βουλγαρίας το 1977. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά Ελλήνων λογοτεχνών. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Φοίτησε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1938 ως το 1940, οπότε και διέκοψε τις σπουδές του λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της επιστράτευσης του. Μετά την ήττα της Ελλάδας, επέστρεψε στην πατρίδα του την Κρήτη, όπου και παρέμεινε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση έζησε μόνιμα στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, από το 1946 ως το 1951. Από τα εφηβικά του χρόνια, ο Άρης Δικταίος δημοσίευε ποιήματά του στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Το 1934 κυκλοφόρησε την μετέπειτα αποκηρυγμένη ποιητική του συλλογή «Στα κύματα της ζωής», ενώ το 1935 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες». Τα περιοδικά με τα οποία συνεργάστηκε ήταν τα Νεοελληνικά Γράμματα, οι Νέοι Ρυθμοί, τα Φιλολογικά Χρονικά, η Νέα Εστία, η Νέα Πορεία, και άλλα. Εκτός από την ποίηση του, ιδιαίτερη ήταν η συνεισφορά του σε δοκίμια και μεταφράσεις, ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.
Η ποίηση του χαρακτηρίζεται από έντονη υπαρξιακή αγωνία και επιρροές από τον Ζαν Πολ Σαρτρ.
(1922-1998)
Η Λιλή Ζωγράφου ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1950 με τη συλλογή διηγημάτων Αγάπη, για την οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Ο πατέρας της ήταν εκδότης εφημερίδας με ιδιαίτερα φιλελεύθερες ιδέες για την εποχή του και πάθος για τη δημοσιογραφία.
Η Ζωγράφου φοίτησε στο Λύκειο Κοραής και στο καθολικό γυμνάσιο των Ουρσουλίνων στη Νάξο. Σπούδασε φιλολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ ήταν έγκυος, φυλακίστηκε για αντιστασιακή δράση και γέννησε στην φυλακή την θυγατέρα της, μετέπειτα ποιήτρια Ρένα Χατζηδάκη (1943 – 2003). Μετά την απελευθέρωση, εργάσθηκε ως δημοσιογράφος σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες, ταξιδεύοντας παράλληλα πολύ στην Ευρώπη και στις Ανατολικές χώρες. Την περίοδο 1953 – 1954 έζησε στο Παρίσι. Από τη θέση του δημοσιογράφου αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Η πνευματική ελευθερία, η εγρήγορση και η έντιμη μαχητικότητα είναι χαρακτηριστική της Ζωγράφου σε όλα όσα έκανε και έγραψε. Δημοσίευσε 24 βιβλία (μυθιστορήματα, νουβέλες και δοκίμια) που έχουν κάνει αλλεπάλληλες εκδόσεις. Έγραψε σημαντικά δοκίμια για Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Ο λόγος της υπήρξε αντισυμβατικός και χαρακτηρίστηκε ως η σκοτεινή θεά Εκάτη της λογοτεχνίας μας.
Γεννήθηκε στο Βουβά Σφακιών το 1926. Τελείωσε το δημοτικό στα δύσκολα χρόνια και εργάστηκε στις ελιές, τα αμπέλια και μετά σαν χτίστης. Από τα παιδικά του χρόνια με ευαισθησία και παρατηρητικότητα, κατέγραφε παροιμίες, ήθη και έθιμα, την καθημερινή ζωή και ότι κατά τη γνώμη του θεωρούσε αξία ζωής. Αν και είχε καταγράψει όλη την κρητική λαογραφία, ο ίδιος δεν τολμούσε να γράψει βιβλία. Τελικά έγραψε και κυκλοφόρησε 14 βιβλία. Υπηρέτησε την κοινότητα Ασφένδου και Αγίας Ρούμελης για 17 χρόνια. Είναι μέλος της Παγκρήτιας Ένωσης Λογοτεχνών, έχει τιμηθεί από το στρατό με πολεμικό σταυρό και έχει αναγνωριστεί ως Εθνικός Αγωνιστής.
Έχει λάβει από την Ακαδημία των Αθηνών το πρώτο και δεύτερο έπαινο.
Επίσης έχει πάρει είκοσι τιμητικά διπλώματα από Νομικά Πρόσωπα Ι.Δ και Δ.Δ και από διακρίσεις από τη συμμετοχή του σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
◄
1/4
►
Πανελλήνια Ομοσπονδία
Πολιτιστικών Κρητικών Σωματείων