ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Του Ιωάννη Θεμ. Τσουχλαράκη
Πολιτισμολόγου - Συγγραφέα
Τα παραδοσιακά λαϊκά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Kρήτη, για την απόδοση της μουσικής, των χορών και των τραγουδιών της, άλλα σε μεγαλύτερο βαθμό κι άλλα σε μικρότερο, είναι το λαγούτο, το βιολί, η λύρα, η βιολόλυρα, το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουλγαρί, η μ(π)αντούρα, η ασκομ(π)αντούρα, το χαμπιόλι και το νταουλάκι. Οι τεκμηριωμένες πληροφορίες σχετικά με τη χρονολόγηση της παρουσίας των περισσοτέρων από αυτών στην Kρήτη ανάγονται, κυρίως, στην περίοδο της Bενετοκρατίας, προέρχονται από διάφορες πηγές (εικονογραφικές, φιλολογικές, αρχειακές, αναφορές ιερωμένων της εποχής, απομνημονεύματα, νοταριανά έγγραφα κ.ά.) και αφορούν το νταουλάκι, το χαμπιόλι, τη μ(π)αντούρα, την ασκομ(π)αντούρα, το λαγούτο, την κιθάρα, το βιολί και τους άμεσους προγόνους του (βλ. Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, "Θεοφάνης ο Κρης, Η Κιβωτός αιρομένη εν τη πόλει Ιερουσαλήμ, 145 - 46, Άγιον Όρος, Καθολικό Μονής Σταυρονικήτα", στο Έργα Κρητών ζωγράφων 15ου – 17ου αιώνα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2006), καθώς και άλλα μουσικά όργανα (τσίτερες, κλαδοτσύμπανα, τρομπέτες, άρπες, μπάσα κ.λπ.) των οποίων η χρήση δεν επιβίωσε. Για τη λύρα, το μπουλγαρί, το μαντολίνο και τη βιολόλυρα τα εμπεριστατωμένα στοιχεία είναι υστερότερα. Για τα τρία πρώτα, αρχίζουν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ για το τελευταίο να πούμε ότι είναι όργανο της εποχής του Μεσοπολέμου.
ΚΡΟΥΣΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΣΤΑ
Tη χρήση των αυλών και των τυμπάνων στην Kρήτη αναφέρουν οι Έλληνες ορθόδοξοι ιερωμένοι της εποχής από τις αρχές του 15ου και του 17ου αιώνα, αντίστοιχα. Tα τύμπανα, που ονομάζονται και ταμπούρλα, αναφέρονται και στα κείμενα της κρητικής λογοτεχνίας από το 1600 περίπου. Το μικρό κρητικό τύμπανο, που ονομάζεται νταουλάκι ή τουμπί, διατηρείται μέχρι σήμερα μόνο στο νομό Λασιθίου και είναι αυτό ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μουσικής κληρονομιάς του νομού. Eίναι ένα ρυθμικό όργανο, το οποίο παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα, που ονομάζονται τουμπόξυλα, και συνήθως συνοδεύει ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο, που μπορεί να είναι βιολί, λύρα, μ(π)αντούρα, ή ασκομ(π)αντούρα.
Στην Kρήτη απαντώνται δύο τύποι αυλών. O ένας έχει στην άκρη επιστόμιο, όπως το φλάουτο με ράμφος, και ο άλλος μονό γλωσσίδι, όπως το κλαρινέτο. Oι ονομασίες που αποδίδονται στον κάθε τύπο είναι πολλές, ανάλογα με τις περιοχές, και σημειωτέον διαφορετικές από τις αντίστοιχες της υπόλοιπης Eλλάδας. Το πρώτο ακούγεται ως: χαμπιόλι, θιαμπόλι, φθιαμπόλι (ή φτιαμπόλι ή φιαμπόλι), μπαμπιόλι (ή παμπιόλι), σφυροχάμπιουλο (ή σφυροχάμπουλο), πειροχάμπιολο και γλωσσοχάμπουλο. Για το όργανο με γλωσσίδι ο κρητικός λαός χρησιμοποιεί τις ονομασίες μαντούρα, μπαντούρα ή παντούρα. Όπως καταδεικνύεται από την κρητική λογοτεχνία, οι όροι φιαμπόλι, μαντούρα και παντούρα είναι γνωστοί στην Kρήτη από τα τέλη του 16ου αιώνα.
Ασκομ(π)αντούρα ή φλασκομ(π)αντούρα ονομάζεται στην Κρήτη η γνωστή σε όλα τα νησιά του Aιγαίου τσαμπούνα, η οποία είναι ο ένας από τους δύο τύπους άσκαυλου που συναντάμε στον ελλαδικό χώρο. Η χρήση της στην Κρήτη μαρτυρείται εικονογραφικά από τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα.
Σητεία, 1920 – 30. (Αρχείο Λάμπρου Λιάβα, δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης,
Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη, Ένωση Κρητών Μεταμόρφωσης, Αθήνα, 2004.
ΤΟ ΒΙΟΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΟΥΤΟ
H παρουσία του λαγούτου και του βιολιού στην Kρήτη, ανάμεσα στα χρησιμοποιούμενα μουσικά όργανα, επισημαίνεται από τα τέλη του 16ου αιώνα σε πολλές πηγές, φιλολογικές, αρχειακές, σε χρονολογημένα εργόχειρα κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα η χρήση του λαγούτου είχε περιοριστεί μόνο στο νομό Χανίων. Αντίθετα, το βιολί παρέμεινε μέχρι τη δεκαετία του 1960 το πιο δημοφιλές όργανο στις περισσότερες περιοχές των νομών Χανίων, Λασιθίου και Ηρακλείου. O παλαιότερος γνωστός λαϊκός βιολάτορας στην Kρήτη θεωρείται ο Στέφανος Tριανταφυλλάκης ή Kιώρος (1715-1800) από τις Λουσακιές Κισσάμου Χανίων, που λέγεται ότι εμπνεύστηκε ή διαμόρφωσε τη μουσική του πεντοζαλιού, καθώς και αρκετούς σκοπούς του χανιώτικου συρτού.
Χανιά 1930. Όρθιοι: Στέφ. Νικολουδάκης, Μιχ. Κορνελάκης, ; Καθήμενοι: Στέφ. Λιονάκης, Μανώλ. Παντελάκης, Δημ. Νικολουδάκης. (Δημοσιεύεται στο Αθανάσιος Π. Δεικτάκης, Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί, που δεν υπάρχουν πια, Καστέλι Κισσάμου, 1999).
Τις τελευταίες δεκαετίες το λαγούτο διαδόθηκε σε όλη την Κρήτη, ενώ παράλληλα άλλαξε μέγεθος, κούρδισμα και ρόλο, περιοριζόμενο στην ρυθμική συνοδεία. Όμως στα Χανιά το λαγούτο παιζόταν και παίζεται όπως αιώνες παλαιότερα, δηλαδή δεν κρατεί απλώς το ρυθμό και δεν παίζει ρόλο οργάνου συνοδείας, αλλά μόνο του ή με το βιολί ή τη λύρα παίζει και τη μελωδία, σαν να συνεχίζει, θα λέγαμε, την παλαιά παράδοση του μεσαιωνικού ή αναγεννησιακού λαγούτου, που ήταν όργανο σολιστικό.
Το βιολί, που από το 16ο αιώνα ήταν λαϊκό μουσικό όργανο των Κρητών και με το οποίο δομήθηκε το σημαντικότερο μέρος της κρητικής μουσικής (τα χανιώτικα συρτά και οι κοντυλιές), ήταν το κυρίαρχο όργανο στην Κρήτη μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Παιζόταν ακόμα και σε περιοχές του νομού Ρεθύμνου (στον οποίο κυριαρχούσε η λύρα), όπου λέγεται ότι τα παλαιότερα χρόνια δεν παιζόταν βιολί (βλ. Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Το βιολί στην κρητική μουσική παράδοση, ένας μεγάλος αδικημένος πρωταγωνιστής" στο Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2011).
Όμως, από άγνοια και κατόπιν μεθοδεύσεων απαγόρευσης της απόδοσης της κρητικής μουσικής με βιολί στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, που ξεκίνησε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄50 και πολύ γρήγορα καθιερώθηκε, με πρωτεργάτη τον Σίμωνα Καρά, σταδιακά περιορίστηκε η χρήση του, με αποτέλεσμα, δυστυχώς, να διαμορφωθεί στον πολύ κόσμο η άποψη ότι στην κρητική μουσική είναι νεόφερτο. Το ευτύχημα είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια και ως αποτέλεσμα των συστηματικών προσπαθειών ορισμένων ανθρώπων του χώρου της κρητικής μουσικής παράδοσης (και όχι μόνο) επέρχεται μία αποκατάσταση των πραγμάτων, ενώ δεν πρέπει να μην αναφερθεί το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Σίμων Καράς στο τέλος της ζωής του αναγνώρισε το λάθος του.
Ο Γ. Μουζουράκης με λύρα, ο Κ. Γενεράλης με βιολί και δύο με μαντολίνο, στο Άνω Μέρος Αμαρίου, στις 8/9/1938. (Αρχείο Γεωργίου Μουζουράκη – δημοσιεύεται στο Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Το βιολί στην κρητική μουσική παράδοση, ένας μεγάλος αδικημένος πρωταγωνιστής", Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα, Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2011).
Η ΛΥΡΑ
Τι συνέβαινε, όμως, με τη λύρα; Σύμφωνα με τις υπάρχουσες αξιόπιστες πηγές και τους σύγχρονους επιστημονικούς μελετητές, αν και γνωστή στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 9ο αιώνα μ.Χ., άρχισε να χρησιμοποιείται στην Kρήτη μετά την τουρκική κατάκτηση, στα τέλη του 17ο ή στις αρχές του 18ο αιώνα. Οι λύρες που συναντάμε σε κείμενα της Ενετοκρατίας αφορούν την αναγεννησιακή «λύρα ντα μπράτσο», γνωστή και ως «βιόλα ντα μπράτσο», ένα οκτάσχημο, συνήθως, όργανο που συγγενεύει με το βιολί και δεν έχει καμία σχέση με τη λύρα που παίζεται σήμερα στην Κρήτη.
Στην Kρήτη υπήρχαν δύο τύποι λύρας. Tο λυράκι, που έδινε οξύ και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για χορό και η βροντόλυρα, μεγαλύτερη σε μέγεθος, ιδανική για την πολύωρη συνοδεία τραγουδιού. Aπό τους δύο τύπους αυτούς προήλθε η σύγχρονη κοινή λύρα, η οποία δανείστηκε αρκετά στοιχεία από το βιολί (κλειδιά, δοξάρι κ.λπ.).
Στις μέρες μας η αχλαδόσχημη αιγαιοπελαγίτικη λύρα (που συναντάμε σε παραλλαγές στη Θράκη, τη Μακεδονία, την Κάρπαθο, την Κάσο κ.α.) θεωρείται το κατ’ εξοχήν λαϊκό όργανο της Kρήτης. Λόγω συγκυριών, κυριάρχησε και καθιερώθηκε τα τελευταία 40 χρόνια μέσα από τα χέρια σπουδαίων και φημισμένων λαϊκών μουσικών. Η εύκολη και ανέξοδη κατασκευή της λύρας από τον ερασιτέχνη μουσικό, εν αντιθέσει με το βιολί που κατασκευάζεται από επαγγελματία οργανοποιό και κοστίζει πολύ, συνέβαλε στη γρήγορη διάδοσή της στο νησί, πιθανόν στα τέλη του 18ου αιώνα, αφού από τότε αναφέρεται σε διάφορες πηγές. Ο παλαιότερος γνωστός λυράρης της Κρήτης είναι ο Θοδωρομανώλης (1778 – 1818) από το Επανοχώρι Σελίνου.
H περιοχή της Kρήτης όπου ανέκαθεν κυριαρχούσε η χρήση της λύρας είναι ο νομός Pεθύμνου.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα παιζόταν, κυρίως, μόνη της, δηλαδή χωρίς συνοδευτικά όργανα, και στο κέντρο του χορευτικού κύκλου. Στο δοξάρι της συνήθιζαν να κρεμούν μικρά σφαιρικά κουδουνάκια, που λέγονται γερακοκούδουνα, επειδή θεωρείται ότι παρόμοια κουδουνάκια κρεμούσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στα κυνηγετικά γεράκια. Kατά την εκτέλεση της μουσικής, τα γερακοκούδουνα με επιδέξιες κινήσεις μεταμορφώνονται σ’ ένα δεύτερο όργανο ρυθμικής και αρμονικής συνοδείας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών Ρεθύμνιων μουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Ρεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο.
Ρέθυμνο, 1900-1930.
(Δημοσιεύεται στο Ανδρέας Νενεδάκης, Κρήτη-Ρέθυμνο, παλιές φωτογραφίες, Αθήνα 1979)
Η ΒΙΟΛΟΛΥΡΑ
Στις αρχές της περιόδου του Μεσοπολέμου (1920-1940) διαμορφώθηκε στην Κεντρική Κρήτη η βιολόλυρα, μια οκτάσχημη λύρα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια μιας προσπάθειας να αποκτήσει η λύρα τις τεχνικές δυνατότητες του βιολιού. Χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο νομό Ηρακλείου.
ΤΟ ΜΠΟΥΛΓΑΡΙ
Μπουλγαρί ονομάζεται στην Κρήτη ένα όργανο του τύπου του ταμπουρά, με μικρό αχλαδόσχημο κυρτό ηχείο και μακρύ λεπτό χέρι. Η χρήση του στη Κρήτη είναι πιθανή από τα μέσα του 18ου αιώνα. Xρησιμοποιήθηκε (και χρησιμοποιείται), κυρίως, στην απόδοση των ταμπαχανιώτικων τραγουδιών, που ακούγονταν στα αστικά κέντρα της Kρήτης (Xανιά, Pέθυμνο και Hράκλειο) τα χρόνια του Μεσοπολέμου (1920-1940) και στα οποία συνδυάζεται η κρητική μουσική, η μικρασιάτικη και το ρεμπέτικο τραγούδι.
ΤΟ ΜΑΝΤΟΛΙΝΟ
Το μαντολίνο είναι ένα όργανο που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Πολλά χρόνια τώρα, και χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς από πότε, το χρησιμοποιούν οι Κρητικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες κυρίως ως όργανο μελωδίας ή συνοδείας του βιολιού ή της λύρας ή της βιολόλυρας στην Κεντρική και στην Ανατολική Κρήτη. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες πολλών σπουδαίων παλαιών Ρεθύμνιων μουσικών, το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα συνοδευτικά όργανα της λύρας στο νομό Pεθύμνου ήταν το μπουλγαρί και το μαντολίνο.
Η ΚΙΘΑΡΑ
H κιθάρα (όργανο σήμερα της λαϊκής μουσικής πολλών χωρών), διαμορφώθηκε στη Δυτική Eυρώπη σταδιακά, από το Mεσαίωνα μέχρι το 19ο αιώνα). Αν και γνωστή στην Κρήτη από την εποχή της Βενετοκρατίας, μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα χρησιμοποιούταν μόνο σε περιοχές του νομού Λασιθίου, ως «πάσο», καθαρά συνοδευτικό όργανο του βιολιού. Σήμερα, έντονη είναι η παρουσία της στις επαρχίες Σητείας και Iεράπετρας με την πλούσια βιολιστική παράδοση. Βέβαια, τις τελευταίες δεκαετίες «εισχώρησε» και στα μουσικά σχήματα των άλλων περιοχών της Κρήτης. Έτσι τη βλέπουμε μαζί με τη λύρα (ή το βιολί) και το λαούτο.
Φωτογραφία: Nelly’s, Ηράκλειο, 1939 (Αρχείο Μουσείου Μπενάκη - δημοσιεύεται στο Ιωάννης Θεμ. Τσουχλαράκης, "Οι χοροί της Κρήτης, μύθος - ιστορία - παράδοση", Κλασικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2000).)
Ρέθυμνο (~1930). Ο Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς (1893-1980) με λύρα και ο Στέλιος Φουσταλιέρης (1911-1992) με μπουλγαρί (Δημοσιεύεται στο Ανδρέας Νενεδάκης,"Κρήτη-Ρέθυμνο, παλιές φωτογραφίες", Αθήνα 1979).
ΠΗΓΕΣ
-
Δαλιανούδη Ρενάτα, "Το βιολί και το λαούτο ως παραδοσιακή ζυγιά στη Δυτική Κρήτη, κουρδίσματα - ρεπερτόριο - τεχνικές", Παγκρήτιος Σύλλογος Καλλιτεχνών Κρητικής Μουσικής, Ηράκλειο, 2004.
-
Δεικτάκης Αθανάσιος Π., "Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια", Καστέλι Κισσάμου, 1999.
-
Δεικτάκης Αθανάσιος Π., "Χανιώτες λαϊκοί μουσικοί που δεν υπάρχουν πια", Τόμος Β’, Καστέλι Κισσάμου, 2009.
-
Λεντάρης Γιάννης Κ. - Γιακουμινάκης Γιώργος Π.,"Λαϊκή μουσική παράδοση και καλλιτέχνες του Αποκορώνου", Ομοσπονδία Σωματείων Αποκορώνου Χανίων, Αθήνα, Ιούνιος 2013.
-
Παπαδάκης Κωνσταντίνος (Ναύτης), "Η αλήθεια για την κρητική μουσική", Εκδόσεις Γεωργίου Αναστασάκη, Αθήνα, 2008.
-
Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Τα λαϊκά μουσικά όργανα στην Κρήτη", Ένωση Κρητών Μεταμόρφωσης, Αθήνα, 2004.
-
Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Θαλήτου Τέχνες: Το μπουλγαρί και οι μπουλγαρίστες στην Κρήτη", περιοδ. Κοντυλιές, Ιαν. – Φεβ. 2006 (τ.1), σσ. 50-1.
-
Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Έργα Κρητών ζωγράφων 15ου – 17ου αιώνα", Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2006.
-
Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Ναύτης, ο κορυφαίος δημιουργός Κωστής Παπαδάκης", Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, Χανιά 2010.
-
Τσουχλαράκης Ιωάννης Θεμ., "Ιχνηλατώντας την κρητική παράδοση στο χθες και το σήμερα", Πανελλήνια Ομοσπονδία Κρητικών Σωματείων, Αθήνα 2011.
Πανελλήνια Ομοσπονδία
Πολιτιστικών Κρητικών Σωματείων