ΤΕΧΝΕΣ... Μουσικοί - Συνθέτες
Γιάννης Μαρκόπουλος
Συνθέτης (1939-)
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες. Γεννήθηκε το 1939 στο Ηράκλειο της Κρήτης, από γονείς παλαιών οικογενειών του νησιού, και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Ιεράπετρα. Εκεί, στο ωδείο της παραλιακής αυτής πόλης, παίρνει τα πρώτα του μουσικά μαθήματα στη θεωρία και στο βιολί. Οι πρώτες του επιδράσεις προέρχονται από την τοπική μουσική με τους γρήγορους χορούς και τα επαναλαμβανόμενα μικρά μοτίβα τους, από τη κλασική μουσική, καθώς και από τη μουσική της ευρύτερης ανατολικής Μεσογείου. Το 1956 συνεχίζει τις μουσικές σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών, με τον συνθέτη Γεώργιο Σκλάβο και τον καθηγητή του βιολιού Joseph Bustidui. Την ίδια εποχή σπουδάζει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές, ενώ παράλληλα συνθέτει για το θέατρο, τον κινηματογράφο και το χορό. Το 1963 βραβεύεται για την μουσική του στις Μικρές Αφροδίτες του Νίκου Κούνδουρου από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, και τον ίδιο χρόνο ανεβαίνουν από νέα χορευτικά σύνολα τα μουσικά του έργα Θησέας (χορόδραμα), Χιροσίμα (σουίτα μπαλέτου) και τα Τρία σκίτσα για χορό. Το 1967 με την επιβολή στην Ελλάδα της δικτατορίας ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναχωρεί στο Λονδίνο.
Εκεί εμπλουτίζει τις μουσικές του γνώσεις με την Αγγλίδα συνθέτρια Elisabeth Lutyens. Επίσης συνθέτει την κοσμική καντάτα Ήλιος ο πρώτος, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη (που τιμάται με το βραβείο Νόμπελ το 1979), και τη μουσική για τη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη (για το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν). Παράλληλα ολοκληρώνει τη μουσική τελετή Ιδού ο Νυμφίος, έργο που κρατά ανέκδοτο, εκτός ενός τμήματος, του περίφημου Ζάβαρα-κάτρα-νέμια, που αποτελεί ένα τα πιο διάσημα κομμάτια του. Την ίδια περίοδο γνωρίζεται με τους συνθέτες Ιάννη Ξενάκη και Γιάννη Χρήστου και έρχεται σε επαφή με τα πλέον πρωτοποριακά μουσικά έργα. Στο Λονδίνο συνθέτει ακόμα τους Χρησμούς, για συμφωνική ορχήστρα, και τους πρώτους Πυρρίχιους χορούς Α, Β, Γ, (από τους 24 που ολοκλήρωσε το 2001), οι οποίοι παίζονται, το 1968, από την ορχήστρα Concertante του Λονδίνου στο Queen Elizabeth Hall. Τότε γράφει και τη μουσική για την Τρικυμία του Σαίξπηρ, που ανεβαίνει από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, σε σκηνοθεσία David Jones. Το 1969 επιστρέφει στην Αθήνα για να συμβάλει με τα έργα του στην πορεία για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δημιουργεί μια νέα κίνηση για την τέχνη και τη χρησιμότητά της και αναζητεί την βαθύτερη ενότητα του ανθρώπου με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Με την είσοδο της δεκαετίας του ’70, υλοποιεί το μουσικό του όραμα: καταθέτει μουσικά έργα που χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους ως νέα πρόταση και τομή για τη μέχρι τότε ελληνική μουσική πραγματικότητα· έργα με ενότητα της αισθητικής και της φιλοσοφικής άποψης του συνθέτη ως προς τις θεμελιακές αρχές τους, με το καθένα όμως από αυτά να είναι διαφορετικό. Ιδρύει ένα νέο και ιδιόμορφο ορχηστικό σχήμα, καθιερώνοντας, με τις συνθέσεις του, την ουσία της μουσικής συμβίωσης και τους συσχετισμούς έκφρασης μεταξύ συμφωνικών και τοπικών οργάνων, μέσω του μελωδικού και ρυθμικού του ορίζοντα, των αρμονικών του δομών και των ηχοχρωμάτων της διάφανης ενορχήστρωσής του. Παράλληλα, προτείνει εμφατικά την «Επιστροφή στις Ρίζες», εννοώντας τον «σχεδιασμό του μέλλοντος, με ενδοσκόπηση, μελέτη και πλησίασμα των άφθαρτων πηγών της ζωντανής τέχνης του κόσμου και επιλεγμένες σύγχρονες πληροφορίες τέχνης». Η πρότασή του αυτή παίρνει τις διαστάσεις ενός κινήματος τέχνης. Λίγο αργότερα ιδρύει την ορχήστρα Παλίντονος αρμονία, που αποτελείται από όργανα συμφωνικά και ελληνικά. Παρουσιάζει τα έργα του στο στούντιο Λήδρα και αργότερα στη μπουάτ “Κύτταρο”, με νέους τραγουδιστές και μουσικούς. Διδάσκει τον τρόπο της ερμηνείας της μουσικής και των τραγουδιών του, στην αισθητική κατεύθυνση που πάντοτε επιζητούσε. Μαζί με τα θεατρικά στιγμιότυπα και τον εικαστικό διάκοσμο στήνει μια πολύτροπη μουσική παράσταση. Τα τραγούδια του, όπως οι Οχτροί, τα Λόγια και τα χρόνια, τα Χίλια μύρια κύματα, η Λένγκω (Ελλάδα), ο Γίγαντας. Στα επόμενα χρόνια επισκέπτεται διαδοχικά, δίνοντας συναυλίες με τα έργα του, τη Νέα Υόρκη, τη Φιλαδέλφεια, το Σικάγο, το Σαν Φρανσίσκο, το Τορόντο, το Μόντρεαλ, τη Στοκχόλμη, το Άμστερνταμ, τη Νάπολη, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Μόναχο, τη Φρανκφούρτη, τις Βρυξέλλες, το Λονδίνο καθώς και διάφορες πόλεις της Ρωσίας και της Αυστραλίας. Σημαντική θέση έχει η μουσική του για το θέατρο και τον κινηματογράφο: μουσική για έργα του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μενάνδρου, του Σαίξπηρ, του Τσέχωφ, του Μπέκετ αλλά και σύγχρονων Ελλήνων δραματουργών, και για ταινίες του Κούνδουρου, του Ντασέν, του Κοσμάτου, του Μανουσάκη, του Σκαλενάκη, του Γρηγορίου και άλλων.
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος
(7 Ιουλίου 1936 – 8 Φεβρουαρίου 1980)
Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, (7 Ιουλίου 1936 – 8 Φεβρουαρίου 1980) γεννήθηκε το 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Η ημερομηνία γέννησης του δεν είναι ακριβής γιατί το φθινόπωρο του 1941 το χωριό Ανώγεια καταστράφηκε και μαζί του καταστράφηκαν και τα χαρτιά όλων των κατοίκων του χωριού. Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του είναι οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και ο Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) . Η οικογένεια του Ξυλούρη ήταν φτωχή και γενικά τα χρόνια εκείνα του 1930 ήταν δύσκολα για όλους τους Ανωγιανούς.
Σε νεαρή ακόμα ηλικία με τη βοήθεια του δασκάλου του κατάφερε να πείσει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και πολύ γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν καθώς επίσης και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούσαν να οργανώνει γλέντια μέσα από τα οποία όμως άρχισε να γίνεται γνωστός.
Ο Νίκος Ξυλούρης γνωρίζει και παντρεύεται την Ουρανία Μελαμπιανάκη και στις 21 Μαΐου του 1958 παντρεύονται και μετακομίζουν στο Ηράκλειο. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Μια μαυροφόρα που περνά", που αγαπήθηκε από το κοινό κι έτσι ο Νίκος ηχογράφησε κι άλλα τραγούδια σε δίσκους των 45 στροφών. Το 1960 γεννήθηκε ο γιός του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ. Την χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο "Ερωτόκριτος" και όλα πλέον παίρνουν το δρόμο τους. Το 1969 ηχογραφεί με μεγάλη επιτυχία το δίσκο "Ανυφαντού" και λίγους μήνες αργότερα εμφανίζεται σε Αθηναϊκό μουσικό κέντρο. Στην Αθήνα γνωρίζει τον ποιητή και σκηνοθέτη Ερρίκο Θαλασσινό ο οποίος αποφασίζει να τον συστήσει στο Γιάννη Μαρκόπουλο και έτσι αρχίζει μια λαμπρή συνεργασία με το δίσκο "Χρονικό" και τα "Ριζίτικα". Τον Μάιο του 1971, ξεκινούν με το Γιάννη Μαρκόπουλο κοινές εμφανίσεις στην μπουάτ «Λήδρα», στην Πλάκα, μέσα στην καρδιά της δικτατορίας. Η φωνή του Νίκου Ξυλούρη γίνεται σημαία αντίστασης. «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια και αγριμάκια μου… Συνεργάζεται επίσης στενά με τον Θρακιώτη τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια στις μπουάτ της Πλάκας και σε συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Το καλοκαίρι του 1973 τραγουδά στο θεατρικό έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.
◄
1/1
►
Πανελλήνια Ομοσπονδία
Πολιτιστικών Κρητικών Σωματείων