Μάνος Κατράκης
(1908 – 1984)
Ο Μάνος Κατράκης γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1908 στο Καστέλι Κίσσαμου, στην Κρήτη. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο.
Τον μικρό Μάνο γοήτευε το ποδόσφαιρο. Έπαιζε αρχικά στην ομάδα του «Κεραυνού» και μετά στον «Αθηναϊκό». Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης είναι ήδη ξενιτεμένος στην Αμερική. Γρήγορα το ταλέντο του στην υποκριτική άρχισε να αποκαλύπτεται. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927.Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας ενθουσιάζεται από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι ένα χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του '21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).Η δεκαετία του '30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο. Στη διάρκεια της Κατοχής, διάφορα δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν τη ζωή του. Ο γάμος του τελειώνει πρόωρα, ο ίδιος συμμετέχει στο μέτωπο, ένας δεύτερος γάμος του δεν ορθοπόδησε, ενώ χάνει με τραγικό τρόπο κατά τη γέννα τα μοναδικά δίδυμα παιδιά του. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συμβάλλοντας τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης. Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» τον οδηγεί σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Στις αρχές της δεκαετίας του '50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα όμως είναι βαρύ. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Το 1951 - 1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου», στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα τρίτη σύζυγό του, τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Η επόμενη περίοδος ήταν η πιο λαμπρή για τον Κατράκη, τον καθιέρωσε και τον καταξίωσε ως μεγάλο άνθρωπο της τέχνης στη συνείδηση όλων. Ανέβασε κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο, ελληνικό και ξένο και υποδύθηκε με άφθαστη τέχνη μεγάλους ρόλους. Το 1967, η χούντα πετυχαίνει να κλείσει το θέατρό του. Ο Μάνος Κατράκης επανέρχεται στο Εθνικό Θέατρο το 1973. Πρωταγωνιστεί στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ, στο «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου. Μετά τη μεταπολίτευση, επανιδρύεται το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο. Ο υποκριτικός κώδικας του Μάνου Κατράκη στηριζόταν σε μια δωρική λιτότητα, στο στιβαρό του παρουσιαστικό, στην άψογη εκφορά της γλώσσας που καταξίωνε τον ελληνικό λόγο και σε μια ιδιότυπη αίσθηση του χιούμορ. Στον κινηματογράφο, αξέχαστη έχει μείνει η ερμηνεία του στον Κρέοντα, στην κινηματογραφική μεταφορά της Αντιγόνης, από το Μιχάλη Κακογιάννη (για το ρόλο αυτό, βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο) αλλά και για την ερμηνεία του στο «Ταξείδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, μετά από μάχη, με τον καρκίνο του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
Πανελλήνια Ομοσπονδία
Πολιτιστικών Κρητικών Σωματείων