Αστείρευτες είναι οι δυνατότητες που έχει ο πρωτογενής τομέας της Κρήτης για την ισόρροπη ανάπτυξη του νησιού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο σε περιβαλλοντικό όσο και σε διατροφικό επίπεδο.
Το βασικό αυτό μήνυμα βγαίνει μέσα από τη μελέτη του προέδρου του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος δρ. Αλέκου Στεφανάκη.
Όπως αναφέρει η μελέτη, η οποία απευθύνεται σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, «ο πρωτογενής τομέας είναι ο τομέας που παράγει πολύτιμα αγαθά, τα τρόφιμα, συμμετέχει σημαντικά στην απασχόληση, αποτελεί μια από τις βασικές πηγές εισοδήματος της ενδοχώρας, συμβάλλει στη σταθεροποίηση του κοινωνικού ιστού των αγροτικών περιοχών και συμβάλλει στη διατήρηση των ηθών και των εθίμων κάθε τόπου. Παράλληλα, η λειτουργία του συστήματος της γεωργίας απαιτεί: διαρκή διάχυση τεχνογνωσίας και τεχνολογίας (επιμόρφωση), υπηρεσίες υποστήριξης, τεχνική υποδομή στην ενδοχώρα και εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης των φυσικών πόρων στους οποίους στηρίζεται. Επιπρόσθετα, ο πρωτογενής τομέας διαθέτει διαστάσεις άλλες από αυτές των αυστηρά οικονομικών. Η δημόσια υγεία (που συνδέεται με τη διατροφή), η ποιότητα της ζωής, η ισορροπία του περιβάλλοντος, η ισορροπία της κοινωνίας εξαρτώνται σημαντικά από τον πρωτογενή τομέα. Τα τοπικά προϊόντα του πρωτογενούς τομέα έχουν την ταυτότητα του συστήματος που τα παράγει».
Οι παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων είναι:
– Διατήρηση του ανθρώπινου δυναμικού στην ενδοχώρα με κίνητρα για την εγκατάσταση νέων αγροτών στην ύπαιθρο. Διατήρηση και δημιουργία θέσεων απασχόλησης μέσα από τη βελτίωση της τεχνικής στήριξης των παραγωγών και την αξιοποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης-εκπαίδευσης αγροτών.
– Κοινωνική αποκατάσταση και ανάδειξη του ρόλου των ανθρώπων του πρωτογενούς τομέα με παρεμβάσεις όπως υποστήριξη του «ευ ζην» των αγροτών, βελτίωση όρων εργασίας και διαβίωσης στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, προώθηση ίσων ευκαιριών για άνδρες και γυναίκες μέσω στήριξης σχεδίων που υλοποιούνται από γυναίκες, βελτίωση της παραγωγής που θα λαμβάνει υπόψη και θα στοχεύει στη διατήρηση και την ενίσχυση ενός βιώσιμου κοινωνικού ιστού στις αγροτικές περιοχές, δημιουργία υποδομών για την άρση της απομόνωσης της υπαίθρου από την πρωτεύουσα, οδικά δίκτυα, επικοινωνιακά δίκτυα και ενίσχυση πολιτιστικών παρεμβάσεων.
– Αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων (εδαφοκλιματολογικές συνθήκες) για παραγωγή ποιοτικών (πιστοποιημένων) και συμβατικών προϊόντων, με δυνατότητες διάθεσης στην ντόπια και ξένη αγορά. Οι δράσεις μπορεί να είναι: Η προώθηση μέσα στο νέο πνεύμα της πράσινης γεωργίας και κτηνοτροφίας, της εκτατικοποίησης, όχι ως επιστροφής στο παρελθόν, αλλά ως ένα δυναμικό σύστημα παραγωγής που θα βρίσκεται υπό επιστημονικό έλεγχο, θα εξυπηρετείται από ενεργούς γεωργούς, οι οποίοι θα αμείβονται για τις υπηρεσίες τους προς την κοινωνία.
– Η προώθηση των πράσινων εκμεταλλεύσεων, που θα συνδυάζονται με ενέργειες που θα ενισχύσουν τον αγροτουρισμό ποιότητας και την εμπορία των επιτόπια παραγόμενων προϊόντων.
– Η αξιοποίηση των μοναδικών δυνατοτήτων που δίνει η γεωργία και κτηνοτροφία των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και των συμπληρωματικών κλάδων παραγωγής, με την ταυτόχρονη προώθηση της εισόδου τους στην τοπική αγορά, αφού σ” αυτήν την αγορά θα μπορέσουν να συμμετέχουν ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες.
Σε ό,τι αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος, η μελέτη προτείνει την ανάπτυξη μοντέλων διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων που θα εφαρμόζουν τους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής.
Διαφύλαξη και προώθηση αειφόρου γεωργίας υψηλής φυσικής αξίας, που θα σέβεται το περιβάλλον, θα έχει στόχο τη μείωση των εισροών και θα στοχεύει στην αρμονική συνύπαρξη και αλληλοσυμπλήρωση της γεωργίας με την κτηνοτροφία. Επομένως είναι απαραίτητη η εισαγωγή και η διατήρηση πρακτικών κτηνοτροφικής παραγωγής, οι οποίες θα είναι συμβατές με τις απαιτήσεις προστασίας του φυσικού χώρου και την προστασία του περιβάλλοντος (πράσινη διαχείριση αποβλήτων για παραγωγή βιοαερίου, ανακύκλωση των νερών, κομποστοποίηση της κοπριάς, αντιμετώπιση της υπερβόσκησης με την εφαρμογή διαχειριστικών σχεδίων)».
Εξάλλου, προς την ίδια κατεύθυνση, η ίδια μελέτη αναφέρει ότι απαιτούνται επιπλέον:
«Χωροταξικός σχεδιασμός χρήσεων γης, προκειμένου να καθοριστούν οι προϋποθέσεις, τα όρια και οι κανόνες για την ανάπτυξη των τομέων της οικονομίας και με αυτόν τον τρόπο να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των τομέων που παρατηρούνταν τα τελευταία χρόνια.
Αξιοποίηση των υποδομών και του εκσυγχρονισμού που έχει ήδη δημιουργηθεί και δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης των εκμεταλλεύσεων.
Προώθηση του εκσυγχρονισμού και της εισαγωγής των νέων πρασίνων τεχνολογιών στις γεωργικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις».
Βελτίωση και εξυγίανση στα φυτά αλλά και στα ζώα
Προώθηση των ουσιαστικών συλλογικών δράσεων των εμπλεκόμενων με το παραγωγικό σύστημα του πρωτογενούς τομέα, όπως η δημιουργία θεσμικού πλαισίου για τις Ομάδες Παραγωγών.
Προώθηση της δημιουργίας μονάδων μεταποίησης-τυποποίησης ορισμένων προϊόντων. Υπάρχει άμεση ανάγκη δημιουργίας μονάδων που θα χρησιμοποιήσουν τα ντόπια προϊόντα του πρωτογενούς τομέα για την παραγωγή προϊόντων προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις της αγοράς. Βελτίωση των υπαρχόντων μονάδων με βάση τις απαιτήσεις της αγοράς (εκσυγχρονισμός, πιστοποίηση κ.τ.λ.).
Εξασφάλιση της υγιεινής και ασφάλειας των προϊόντων μέσα από την προσαρμογή των διαδικασιών παραγωγής στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς και της νομοθεσίας. Σήμερα, το μοντέλο ανάπτυξης επανακαθορίζεται, με στόχους την ασφάλεια, την ποιότητα, την πολυμορφία των παραγομένων προϊόντων, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά τους και η θέση τους τόσο στην Ενιαία Κοινοτική όσο και στην Παγκόσμια Αγορά, με ταυτόχρονη διατήρηση και βελτίωση του περιβάλλοντος, με την ευρεία έννοια της βιοποικιλότητας, της διατήρησης του φυσικού χώρου και των παραγωγικών πόρων. Το μοντέλο αυτό ανάπτυξης αποτελεί μοναδική ευκαιρία για την Κρήτη, που η παραγωγή, ιδίως σε ορισμένους κλάδους, χαρακτηρίζεται ακόμα ως «εκτατική», το 80% της επικράτειας είναι μειονεκτικές περιοχές και η διατήρηση-ανάπτυξη βιώσιμων αγροτικών κοινωνιών είναι η βάση για την αποφυγή της εγκατάλειψης και της ερήμωσης των περιοχών αυτών.
Αξιοποίηση του τουρισμού που μπορεί να αποτελέσει άμεσο καταναλωτή και ταυτόχρονα σπόνσορα των ντόπιων προϊόντων στις ξένες αγορές.
«Η Κρήτη αποτελεί την πιο ενδιαφέρουσα από γαστρονομικής άποψης περιοχή της Ελλάδας. Παρουσιάζει μια ιδιαίτερη γαστρονομική ταυτότητα και αποτελεί το μόνο μέρος στην Ελλάδα που η τοπική κουζίνα είναι τόσο διαδεδομένη και προσιτή για τον τουρίστα (μελέτη ΣΕΤΕ, 2010). Επομένως, η γαστρονομία πρέπει να αποτελέσει έναν από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι τουρίστες θα επιλέγουν την Κρήτη ως τόπο διακοπών. Η Κρήτη πρέπει να καθιερωθεί ως διεθνής γαστρονομικός προορισμός», αναφέρει η μελέτη και επισημαίνει. «Είναι απαραίτητη η διαφήμιση μέσα από την ανάδειξη της ποιότητας και βιολογικής αξίας των ντόπιων προϊόντων, στην ντόπια αγορά και στις ξένες αγορές. Είναι απαραίτητη η δημιουργία μικτών επιτροπών από γνώστες του αντικειμένου, εκπροσώπους του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα και εκπροσώπους των εμπλεκομένων με τον τουρισμό φορέων, με σκοπό να καταλήξουν στον τρόπο με το οποίο 3.000.000 περίπου επισκέπτες το χρόνο θα έλθουν σε επαφή και θα καταναλώσουν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα, τα ποιοτικά στοιχεία που απαιτούνται, η μορφή των προϊόντων (συσκευασία, τυποποίηση κ.τ.λ.), οι ανάγκες σε ποσότητα κάθε εποχή.
Επίσης απαιτείται, ξειδίκευση των δράσεων του διαχειριστικού σχεδίου για την ανάπτυξη του αγροτοδιατροφικού τομέα της Κρήτης, που ετοίμασε και ψήφισε το Περιφερειακό Συμβούλιο της Περιφέρειας της Κρήτης. Σύνδεση του πρωτογενούς με το δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Οι δύο βασικοί τομείς της οικονομίας, ο τουρισμός και ο αγροτικός τομέας, δε θα πρέπει να είναι εντελώς ξεκομμένοι μεταξύ τους. Τα εκατομμύρια των ξένων επισκεπτών δεν παύουν να είναι σημαντικοί καταναλωτές στη δικιά μας «δικαιοδοσία». Είναι καταναλωτές που επιζητούν μάταια να γνωρίσουν και να απολαύσουν τον πολιτισμό της γεύσης των ντόπιων παραδοσιακών προϊόντων και της κρητικής κουζίνας, που τόσο αναδείχτηκε τελευταία μέσα από διεθνείς επιστημονικές έρευνες και μελέτες, και αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί. Θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να αναπτυχθεί μεταποίηση που θα μπορεί να εξυπηρετεί τις παραπάνω ανάγκες»…